- προτεταγμένοι
- προτάσσωplaceperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλέγδην — ἐπιλέγδην (Μ) επίρρ. κατ’ επιλογή, εκλεκτικά («ἐπιλέγδην προτεταγμένοι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιλέγω + κατάλ. δην που δηλώνει τρόπο] … Dictionary of Greek
προτάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α [τάσσω] 1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.) 2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α.… … Dictionary of Greek